αδιάτρεπτος

αδιάτρεπτος
-η, -ο (AM ἀδιάτρεπτος, -ον)
1. αμετάτρεπτος, αμετακίνητος, αμετάβλητος («αδιάτρεπτος γνώμη»)
2. (για πρόσωπα) ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + διατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδιατρεψία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάτρεπτος — not to be turned aside masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατρέπτως — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside adverbial ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάτρεπτον — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem acc sg ἀδιάτρεπτος not to be turned aside neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατρέπτους — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιατρέπτῳ — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάτρεπτοι — ἀδιάτρεπτος not to be turned aside masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάντροπος — η, ο αυτός που δεν αισθάνεται ντροπή, συστολή, αναιδής, ξετσίπωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δι εντρέπομαι ή < επίθ. αδιάτροπος, παράλλ. τ. τού αδιάτρεπτος: το ν από επίδραση του εντρέ πομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αδιαντροπεύομαι, αδιαντροπιά] …   Dictionary of Greek

  • αδιατρεψία — ἀδιατρεψία, η (Α) [ἀδιάτρεπτος] ισχυρογνωμοσύνη, θρασύτητα, αδιαντροπιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”